- Νιφάτης
- Νιφάτηςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νιφάτην — Νιφάτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νιφάτου — Νιφάτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νιφάτα — Νιφάτᾱ , Νιφάτης masc nom/voc/acc dual Νιφάτᾱ , Νιφάτης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
НИФАТ — • Niphātes, ο̉ Νιφάτης, значительная гора, принадлежащая к цепи Таврских гор, которые тянутся через Армению по ту сторону Тигра к Антитавру. У Горация (Od. 2, 9, 20). H. (rigidus) некоторые принимают за реку, а у Ювенала и Лукана это… … Реальный словарь классических древностей
Νιφάταν — Νιφάτᾱν , Νιφάτης masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)